δυστερπής, -ές
• Morfología: [no contr. sg. ac. δυστερπέα Opp.H.2.219; gen. δυστερπέος Opp.H.5.525]


desagradable, doloroso πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch.277, ὄλεθρος Opp.H.1.546, ἀεργίη Opp.H.2.219, ἄγρη Opp.H.5.525, en una inscr. funeraria κεῖμαι ... δυστερπέϊ τῇδ' ἐνὶ πέτρῃ GVI 959.3 (Tespias II/III d.C.).