δήκ-
δηκόκτα
δήκοκτος
δηκτήρ
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηκτός
δήκω
δηλάβρα
δηλᾰδή
δηλαίνω
δηλαϊστός
δηλάτωρ
δηλατώρευσις
δηλατωρεύω
δηλατωρία
δηλαυγής
δηλέομαι
δήλη·
δηληγατεύω
δηληγατίων
δηληγάτωρ
δηλήεις
†δηληθήσονται·
δήλημα
δηλήμων
δηλήσιμος
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
δηλήτης
Δηλία
Δηλιάδης
Δηλιακός
Δηλιανός
Δηλιάς
Δηλιαστής
Δηλιεύς
δηλίκιον
δήλιοι·
Δήλιος
Δηλίτης
Δηλόθεν
δήλομαι
δηλομήρ
δηλονότι
δηλοποιέω
δηλοποιός
Δηλόπτης
δῆλος
Δῆλος
δηλοφανής
δηλόω
δήλωμα
δηλωματικός
δήλωσις
δηλωτέον
δηλωτικός
δηλωτός
δῆμα
δημαγέρτης
δημᾰγωγέω
δημᾰγωγία
δημᾰγωγικός
δημαγωγός
Δημάδειος