δήκτης, -ου
1 que muerde, mordedor, hiriente
οὐ δῆκταί πως κύνες εἰσὶ θεοίE.Fr.555 (= Call.SHell.239.5),
πέλεκυςCall.SHell.276.5, de caballos
πονηροὶ καὶ δῆκταιHippiatr.115.2, cf. 104.3.
2 fig. mordaz, mordiente
λόγοςPlu.2.55b,
στόμα (Μώμου)AP 16.266.