Βίνδιξ βῑνέω βίνημα βῑνητιάω Βινίκιος βίνολα· βῖνος Βινσίττα Βίνωθρις βιξιλατίων βιογραφία βιοδότης βιόδωρος βιοδῶτις βιοδώτωρ βιοζῠγής βιοθάλμιος βιοθανασία βιοθανατέω βιοθάνατος βιοθανής βιοθρέμμων βιοθρέπτειρα βιοκλώστειρα βιόκουρος βιοκωλυσία βιοκωλύτης βιολογέω βιολογικός βιολόγος βιομήχανος βιόμορος Βίονον βιόπλαγκτος βιοπλᾰνής βιοπονητικός βιοπόνος βιοποριστέω βιοποριστικός βιόπραγος βιοπράτης βιοπράτωρ βιορρός· βίος βιός βιοσπόρος βιόσσαο βιοσσόος βιοστερέτις βιοστερής βιοσφαγῶς βιοτά βιοτεία βιοτελής βιοτέρμων βιοτερπής βιότευμα βιότευσις βιοτεύω βιοτή βιότης βιοτήσιος βιοτικός βιότιον βίοτος βιοτοσκόπος βιοτρόφος Βίοττος βιοφειδής βιοφθορίη βιοφθόρος