< βιοπόνος
βιοποριστικός >
βιοποριστέω
ganarse la vida
(γυνή) οὐ μικρὰ βιοποριστοῦσα
Aesop.56.1,
βιοποριστοῦσι δίκαιοι καὶ ἄδικοι
Origenes M.17.129D.