< βῑνέω
βῑνητιάω >
βίνημα
,
-ματος, τό
coito
ἐκῖνος καλῆς ἐρασθεὶς μὴ τύχοι βεινήματος
grafito en
Bull.Epigr
.1973.552 (Estabia I d.C.).