Διοσκουροκωμήτης Διόσκουρος Διοσκωρ- δίοσμος Διόσπολις Διοσπολίτης Διοσπολιτικός Διοσπολῖτις διόσπυρον Διοσσωτήρια Διοσσωτηριασταί διόστεος διοσφραίνω *ΔιϜοσφυσχάστᾱς Διοτέλης διότι διοτιδήποτε Διοτίμα Διότῑμος διότιπερ Διότονος διοτρεφής Διοτρέφης Διοτρόφος διού διούγκιον Διουόδουρον Διούρ 1 διουρέω 2 διουρέω διούρησις διουρητικός 1 διουρίζω 2 διουρίζω δίουρος διούσιος διοφανής Διοφάνης Διοφάντειοι Διόφαντος διόφθαλμος Διόφιλος *ΔιϜοφύκτᾱς Διοφῶν Διοχαίτης Διοχάρης διοχετεία διοχετεύω διοχή Διοχθώνδης Διοχίτης διοχλέω διόχλησις διοχλίζω δίοχλος διοχυρόω δίοψ δίοψις διόψομαι διπάγιον διπαθής Δίπαια Διπαιεύς δίπαις διπαλαιστιαῖος δῐπάλαιστος διπαλτία δίπαλτος Διπανάμια δίπας διπάτωρ