διοχλέω
1 estorbar, causar molestias c. ac. en sent. local
(ὁ Ἀνδοκίδης) διώχληκε πόλεις πολλάςLys.6.6,
τὰς θύραςGr.Nyss.Paup.106.8
•gener. molestar, turbar, importunar
τὴν ἀκρόασινD.H.Comp.9.7, cf. Basil.Ep.266.1, cf. Hld.4.10.1,
ἐπὶ πλέονPh.1.356, abs. Plu.Cim.11
•tb. c. dat.
διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμωνArist.Fr.611.3,
ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσιPlu.Cim.18,
δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶνHld.5.20.1, cf. I.AI 9.34, A.Andr.Gr.42.16, PUniv.Giss.20.24 (II d.C.), Lib.Or.59.89, Them.Or.23.283a,
ἐκείνην τὴν διαγωγήνGr.Naz.Ep.249.14, Euagr.Pont.Cap.Pract.84.5, en v. pas.
ὑπὸ τῶν ῥυθμῶνD.H.Comp.11.7,
ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαιLuc.Am.50,
παρ' ἡμῶνGr.Naz.Ep.103.3, cf. IG 22.1121.22 (IV d.C.)
•c. part. pred. del suj.
ὡς ἀπόζουσα (ἡ αὐλή) μὴ διοχλοίηLongus.4.1.3
•rel. c. la palabra aburrir, fatigar c. ac. de pers. y part. pred. del suj.
δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδόταςos aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis D.19.329,
οὐδὲν δεῖ λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖνD.C.59.18.3, cf. Iul.Or.3.78b, sin ac.
διοχλήσω λέγωνAristid.Or.1.185, c. ac. de pers. y dat.
σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ.Hld.3.1.2, sin ac.
τῷ μήκει δ.Lib.Or.11.124
•fig. de abstr. perturbar
ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίονGr.Nyss.Or.Catech.74.14, en v. pas.
πρὸς τὸ [μ]ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ]ῶν [ἐπιτ]ίμωνPFam.Teb.17.16 (II d.C.),
ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν εἴτε μερῶν εἴτε δυνάμεων μὴ διοχλῆταιThem.in de An.37.28, cf. Gr.Nyss.Eun.2.86.
2 medic. molestar, causar dolor, atormentar c. ac. de pers. o partes del cuerpo
πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόνPlu.Demetr.19,
φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησενAst.Am.Hom.5.7.6, cf. A.Io.76.13, c. dat. de pers.
διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματαAlex.Trall.1.609.9, en v. pas.
ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτοGal.4.237, cf. 742, 6.443
•fig.
οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ ὈδύνηςCeb.26.
3 reclamar un pago, instar c. ac.
παρ' ἕκαστα διοχλούσης μεreclamándome continuamente, POxy.286.13 (I d.C.)
•gener. reclamar, exigir c. dat.
τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματοςLongus 3.20.1.