< Διοχάρης
διοχετεύω >
διοχετεία
,
-ας, ἡ
plu.
canales
,
conductos
para agua
παραχώμασί τε καὶ διοχετείαις βιάσασθαι τὸν ποταμὸν πλημμελῶς ῥέοντα
Str.10.2.19.