Βυζακηνός Βυζακίνα Βυζακίς *Βύζακος Βυζάντειος Βύζαντες Βυζαντιακός Βυζαντιάς Βυζάντιος Βυζαντίς Βύζας βυζάστρια Βύζη βύζην Βύζηρες Βυζηρικὸς λιμήν Βύζης Βύζινος βύζιον βυζόν· Βυζύη 1 βύζω 2 βύζω *Βυζώ Βυζωνοί βύθαλον· Βυθάριον βῠθάω Βυθημανεῖς βῠθίζω βύθιος βυθισμός βῠθῖτις βυθμήν βυθμός βυθοκλόνος βῠθοκῡμᾰτοδρόμος βῠθός βυθοστροφία βῠθοτᾰραξοκίνησε βυθοτρεφής βυίκας· βυκ- βυκάνη βυκάνημα βυκανητής βυκανισμός βυκανιστής Βύκελος Βύκη βυκήης· Βύκης βύκινον βυκίον βύκκων βυκόομαι βυκός· βυκτά· βύκτης Βύκχις Βυλάζωρα βύλαρος βυλλά· Βυλλιακή Βυλλιδεύς Βυλλίονες Βυλλίς βυλλίχης βυλλιχίδης· βυλλόομαι Βύλλος