< Βυλλίς
βυλλιχίδης· >
βυλλίχης
,
-ου, ὁ
danzante de un coro
en Laconia Hsch.
•
plu.
coros de danzantes laconios
Hsch.s.u.
βυλλίχαι
, cf. Βαρυλλικά, βρυδαλίχα, βρυλλιχισταί.