< βυκανισμός
Βύκελος >
βυκανιστής
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
-ίτης
Hdn.
Epim
.10
1
trompetero
en el ejército, Plb.30.22.11, D.H.4.18, App.
Hisp
.22, Hdn.l.c.
2
βυκανισταί· †εἰκασταί
Hsch.