< Βύζαντες
Βυζαντιάς >
Βυζαντιακός
,
-ή, -όν
bizantiaco
,
de Bizancio
St.Byz.s.u.
Βυζάντιον
,
τὸ Β. στόμα
estrecho de Bizancio
Str.1.2.10, 2.5.23.