δελτόομαι δελτοποιός· δέλτος δελτωτός Δελφαῖος δελφάκειος δελφᾰκίνα δελφάκιον δελφακίς δελφᾰκόομαι δελφάκτιν δέλφαξ Δέλφειος Δελφίδιος Δελφῐκός δελφίν δελφιναῖος δελφινάριον δελφινέλαιον Δελφῖνες δελφῑνηρός δελφινιάς δελφινίζω δελφίνιος Δελφίνιος δελφινίσκος δελφινοειδής δελφινόμορφος δελφῖνος δελφῑνόσημος δελφῑνοφόρος δέλφιξ Δέλφιον δελφίς Δελφίς Δελφίων Δελφοί δέλφον δέλφος Δελφός Δελφουσία Δελφύνη δελφύς Δελφύς δέμα δέμας δεμάτιον Δέματρος δεμελεῖς δέμνιον δεμνιοπετής δεμνιοτήρης δέμω δέν δενδαλίς δενδίλλω δενδραῖος δενδραναβάτης δενδράς δενδραχάτης δένδρειον δένδρειος δενδρεόθρεπτος δένδρεον δενδρήεις δενδριακός δενδρίζω δενδρικός δενδρίον δένδριον