δεμάτιον, -ου, τό
manojo, pequeño haz en recetas
πρασίουHippiatr.22.22,
ὑσσώπουHippiatr.22.29,
ἐρεβίνθου χλωροῦ δεμάτια δ'DP 6.37, Apoph.Patr.M.65.349A,
κώμυθα· τὸ δ.Sch.Theoc.4.18b,
δ.·manipulum, Gloss.2.268.
πρασίουHippiatr.22.22,
ὑσσώπουHippiatr.22.29,
ἐρεβίνθου χλωροῦ δεμάτια δ'DP 6.37, Apoph.Patr.M.65.349A,
κώμυθα· τὸ δ.Sch.Theoc.4.18b,
δ.·manipulum, Gloss.2.268.