< δελτωτός
δελφάκειος >
Δελφαῖος
,
-ου, ὁ
• Morfología:
[tes. gen. -φαίοι inscr. en
Mnemos
. 23.1970.251.13]
de Delfos
epít. de Apolo (v. tb. Βελφαῖος)
Mnemos
. l.c.