δέμα, -ματος, τό
1 traba, cuerda
ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι)Plb.6.33.11,
τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ]βάλετε;Mim.Fr.Pap.13.3, cf. Hsch.
2 náut. cabo de remolque
ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα)Ph.Bel.73.24.
3 como unidad de medida gavilla, haz
σχοινίω(ν)SB 9386.43 (II d.C.),
καλάμωνPall.H.Laus.18.6, BGU 2208.15 (VII d.C.),
λινο[κα]λάμηςSB 9024.3 (III/IV d.C.),
σταχύωνPLond.1771.10 (VI d.C.), PStras.476.12 (VI d.C.), POxford 16.15 (VI/VII d.C.),
χόρτ(ου)PKlein.Form.880 (VII d.C.)
•atado, paquete
δέματα ψιαθίωνatados de esterillas, BGU 2359.3 (III d.C.)
•manojo
κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕνSB 4483.12 (VII d.C.).
4 arq. grapa
τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαιςIG 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).