γοργώψ
γοργώψατο·
Γόρδα
†γορδελίζειν·
Γορδία
Γορδιάνεια
Γορδιανός
Γορδίας
Γόρδιον
Γορδιοπρῑλάριος
Γορδιοτειχίτης
Γορδιτανόν
Γόρδος
Γορδυαία
Γορδυαῖος
Γορδυηνή
Γορδυνία
Γόρδυς
Γόρζα
Γορζαῖος
Γορίλλαι
γόρνη
γορός
Γορπιαῖος
Γόρτῡν
Γορτυναία
Γορτῡνία
Γορτυνιάτης
Γορτυνικός
Γορτύνιος
Γορτῡνίς
*Γορτυνος
γόρτυξ
Γόρτῡς
Γορύανδις
γορυνίας
γόρυνος
γόρυτος
γορφίον
γοσσύπιον
γοσταί·
γοτάν
*Γu̯οτάϜων
Γοτθικός
Γότθος
Γούββα
γουβε<ρ>νάριον
γουγκία
*γu̯ουγu̯ότας
Γοῦθος
*γu̯ουκάρας
*γu̯ουκόλος
*γu̯ούκρας
γούλα
Γοῦλος
Γουμάρα
γοῦν
γοῦνα
γουνάζομαι
γουναλγία
γουνάριος
Γούνας
γούνασμα
γουνασμός
γουναστικῶς
γούνατα
Γουνεύς
γουνιαῖος τόπος
γούνιος
γούννα
γουνόομαι