< Γορδιοπρῑλάριος
Γορδιτανόν >
Γορδιοτειχίτης
,
-ου, ὁ
gordioteiquita
ét. de Γορδίου τεῖχος St.Byz.s.uu.
Γορδίου τεῖχος
,
Ἀβώνου τεῖχος
,
Ἀκκαβικὸν τεῖχος
.