γουνόομαι
• Morfología: [sólo tema pres., v. tb. γουνάζομαι]
suplicar cogiendo por las rodillas c. ac. de la pers. a quien se implora
υἱόνIl.9.583,
ἄνδρα ἕκαστονIl.15.660,
γουνοῦμαί σ', ἈχιλεῦIl.21.74, cf. Od.6.149, 22.312, 344, Anacr.1.1, Luc.ITr.1, AP 7.476.9 (Mel.), EM 239.2G.
•c. or. de inf.
γουνοῦτο δ' ἀπήμονας εἶναι ἀρωγούςA.R.2.1274
•abs. ser suplicante
καί μοι σύμμαχος γουνουμένῳ ἵλαος γενεῦArchil.217.1.