< γούνασμα
γουναστικῶς >
γουνασμός
,
-οῦ, ὁ
gesto ritual de súplica cogiendo por las rodillas
τὸ ἐπὶ γούνασι νοηθῆναι καὶ ἀντὶ τοῦ ἐπὶ γουνασμῷ καὶ ἱκετείᾳ
Eust.627.9.