αὐτόκρᾱνος αὐτόκρας αὐτοκρασία αὐτοκράτεια αὐτοκράτειρα αὐτοκρατής Αὐτοκράτης αὐτοκρατητικός αὐτοκράτητος αὐτοκρατορεύω αὐτοκρατορία αὐτοκρατορικός Αὐτοκρατορίς αὐτόκρατος αὐτοκράτωρ Αὐτοκράτωρ αὐτοκρηής αὐτόκρισις αὐτόκριτος αὐτόκτητος αὐτοκτίστης αὐτόκτιστος αὐτόκτιτος αὐτοκτονέω αὐτοκτονία αὐτοκτόνος αὐτοκυβερνήτης αὐτοκύβος αὐτόκυκλος αὐτοκύλιστος αὐτοκυρίως αὐτόκωλος αὐτόκωπος αὐτόλαβος Αὐτολάλαι αὐτολαλητής Αὐτόλαος αὐτόλειον· αὐτολείπω αὐτολεξεί αὐτολευκόν Αὐτολέων αὐτολήκῠθος αὐτόληπτος αὐτολίθινος αὐτόλιθος αὐτόλογος αὐτολόχευτος αὐτολύκιον Αὐτόλῠκος αὐτολυρίζω αὐτόλυρος αὐτόλυσις Αὐτολύτη αὐτόλυτος αὐτομάθεια αὐτομᾰθής αὐτομακαριότης Αὐτόμαλα Αὐτομαλακίτης αὐτόμαργος αὐτόμαρτῠς αὐτοματάρειον αὐτοματάρις αὐτοματεῖν Αὐτομάτη Αὐτομᾰτία αὐτοματίζω αὐτοματισμός αὐτοματιστής αὐτοματοποιητικός