< Αὐτόμαλα
αὐτόμαργος >
Αὐτομαλακίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Αὐτομαλακεύς
ét.
de Autómalas
St.Byz.s.u.
Αὐτομάλακα
.