< αὐτοκτόνος
αὐτοκύβος >
αὐτοκυβερνήτης
,
-ου, ὁ
que es su propio piloto
de hormigas
αὐτοκυβερνῆται πρὸς κύτος ἐτρόχασαν
AP
9.438 (Phil.).