δουκηνάριος, -α, -ον
ducenario
ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίαςex-procurador ducenario, IEphesos 894 (II d.C.).
ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίαςex-procurador ducenario, IEphesos 894 (II d.C.).
ἀπὸ δουκηναρίωνex-ducenario, IEphesos 629.8 (II/III d.C.),
τ]ὸν κ[ρ]ά[τ]ισ[τον μ]ετὰ πάσας ἱππικὰς [στ]ρατείας δουκηνάριο[νIEphesos 3055.3 (II/III d.C.), cf. SEG 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), IG 12.Suppl.447.4 (Tasos II d.C.), POxy.1711.5 (III d.C.), MAMA 4.59 (Frigia III/IV d.C.), IUrb.Rom.306 (IV d.C.), Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.8, Lyd.Mag.3.7,
τὸν πολλάκις δουκηνάριονIEphesos 616.5 (III d.C.),
τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον)TAM 3.88.1 (Termeso, imper.),
δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ ΒειθυνίαςIGR 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.),
δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ)OGI 549.8 (Ancira III d.C.),
δ. φαβρικήσιοςSEG 26.1320 (Sardes, biz.).