< δουκηνάριος
δουκικός >
δουκιανός
,
-ή, -όν
lat.
ducianus
en biz.
del duque
(v. δούξ),
ducal
τάξις
PMasp
.167.3 (VI d.C.),
IPh
.216.10 (VI d.C.),
ἐξουσία
PMasp
.283.3 (VI d.C.).