δουκηναρία, -ας, ἡ
1 dignidad, cargo de ducenario, IUrb.Rom.424.1 (II/III d.C.).
2 suma de 200.000 sestercios
τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ πᾶσαν οὖσαν τιμήματος δουκηναρίαςPOxy.1274.14 (III d.C.).
τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ πᾶσαν οὖσαν τιμήματος δουκηναρίαςPOxy.1274.14 (III d.C.).