< ἐμμογέω
ἐμμολύνω >
ἔμμοιρος
,
-ον
partícipe de
,
que comparte
c. gen.
ὁ νοῦς τῆς ἀθρόας καὶ ἄνευ διεξόδου θίξεώς ἐστιν ἔ.
de la razón discursiva
, Porph.
Gaur
.6.2.