ἐμμολύνω
crist.
1 tr. corromper con, contaminar con
τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγονGr.Nyss.Eun.3.5.61.
2 manchar, mancillar en sent. relig. moral, en v. pas.
ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεταιLXX Pr.24.9,
τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶναGr.Nyss.Pss.48.18,
μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοιProcop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.