< ἔμμισθος
ἔμμοιρος >
ἐμμογέω
• Grafía:
graf. ἐνμ-
afanarse en
c. dat.
δεῖ [τοῖς ἄ]θλοις τῆς ἀνδρείας ἐνμογῆσαι
Sch.Pi.
Fr
.52b.57 en
Supp.Lyr
.p.55.