< ἐκφρακτικός
ἔκφραξις >
ἔκφρακτος
,
-ον
medic.
desobstruido
ὅπως αἱ συναναστομώσεις τῶν ... φλεβῶν ... ἔκφρακτοι διαμένωσιν
Gal.13.201.