ἐκφρακτικός, -ή, -όν
medic. desobstructor
φάρμακονGal.12.626, cf. Hippiatr.2.19 (tít.),
ἐκφρακτικαὶ ... δυνάμεις τῶν φαρμάκωνGal.11.784,
τροφήPaul.Aeg.3.46.5,
τροχίσκοςPaul.Aeg.7.12.1, c. gen. obj.
τῶν πόρωνGal.11.743,
τῶν σπλάγχνωνGal.12.125.