ἔκταξις, -εως, ἡ
I milit.
1 concr. formación en orden de batalla
τὰς ἐκτάξεις καὶ μετατάξειςPlb.12.25f.3, cf. 16.18.4,
πρὸς ἔκταξιν οὐ δυνάμενοι λαβεῖν ἀναστροφήνno encontrando manera de enfrentarse en formación D.S.19.108, cf. Polyaen.4.6.12
•frec. en la expr. τὴν ἔκταξιν ποιεῖσθαι:
πεποιημένων τὴν ἔκταξιν ἀπὸ τῶν κατὰ τὸ πέλαγος τόπωνPlb.1.51.4,
ποιούμενοι τὴν ἔκταξιν ἅμα πρὸς ἑκατέραν τὴν ἐπιφάνειανPlb.2.27.7, cf. Plb.2.33.7, 11.22.8,
κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν περιοχὰς τὴν ἔκταξιν πεποιημένοςD.S.17.58
•colocación, disposición de un ejército
διασαφήσοντα ... περὶ τῆς ὅλης ἐκτάξεωςD.S.11.17.
2 de maniobras milit. despliegue de la formación
ἐκτάξεις ἐφ' ἑκάτερον τῶν κεράτωνPlb.10.23.5,
τόπον ... ἔχοντα ... μῆκος πρὸς ἔκταξινPlb.10.38.8, cf. 39.5,
ὅπως ἀσφαλῶς αὐτῷ ἡ ἔ. τῆς στρατιᾶς γένοιτοArr.An.2.8.10
•expedición, incursión militar
ἔ. κατὰ Ἀλανῶνtít. de una obra de Arriano, cf. Arr.Alan.12.
II gener.
1 reparto, distribución ordenada
(τοῦ σίτου) τὴν ἔκταξιν ἀκριβεστάτην ποιουμένοςI.AI 15.309.
2 organización
τῷ ποιητῇ πρόφασιν ἐδίδου τῆς εὐλόγου ἐκτάξεως τῆς καταλόγουPorph.ad Il.48.19.
3 dud. mando, orden o cargo público
ταξεώτην ἤτοι μανδάτορα, ἤ τινα ἑτέραν ἔκταξινGreg.Leg.Hom.M.86.605B.
III desorden, trastorno, perturbación
σὺ ἐξέταξας ἡμῖν πᾶσαν ταύτην τὴν ἔκταξινAl.4Re.4.13 (pero cf. ἔκστασις).