ἐκταπεινόω
1 rebajar, humillar
ἑαυτούςPlu.Cor.14,
δέους ... ἐκταπεινοῦντος ... τὸν ἄνθρωπονPlu.2.165b
•de conceptos abstr.
τὴν φύσινPlu.2.475d,
τὰ οἰκεῖαPlu.2.471c, cf. 362e.
2 en v. med. rebajarse
ὅσῳ δὲ μᾶλλον ἐκταπεινοῦται τῷ σώματι, τοσούτῳ μᾶλλον αὔξεται τῇ δυνάμειPlu.2.283d.