ἐξαιρετός, -ή, -όν
que puede ser sacado o extraído
λίθος ἐ. ... ἐκ τοῦ τοίχουHdt.2.121α,
στελεός ... ξύλουI.AI 3.140,
βάλανοιAen.Tact.20.3, fig.
πόθοςD.H.6.53.
λίθος ἐ. ... ἐκ τοῦ τοίχουHdt.2.121α,
στελεός ... ξύλουI.AI 3.140,
βάλανοιAen.Tact.20.3, fig.
πόθοςD.H.6.53.