< ἐξαγριόω
ἐξαγροιόομαι >
ἐξαγροικίζομαι
embrutecerse
,
hacerse salvaje
ἐξαγροικισθέντων διὰ τὸν ἐν Σόλοις οἰκισμόν
Eust.
in D.P
.875.