< ἐξαγροικίζομαι
ἐξάγω >
ἐξαγροιόομαι
enfurecerse
ὅταν ἔλθῃ λογισμός, ἀκατάσχετοί ἐσμεν ἐξαγροιούμενοι
Ephr.Syr.2.188D.