ἐξαγριόω
I tr. en v. act.
1 c. ac. de pers. enfurecer, irritar
ἐξηγρίωσαν τοὺς ὑπολοίπους Πεισιστρατιδέων Ἵππαρχον ἀποκτείναντεςHdt.6.123,
οὔτ' ἔξοδον διδόντες ἄνδρα δυστυχῆ ἐξηγρίωσανE.Ph.876,
τοῦτο Ἡρακλέα ... ἐξηγρίωσεν ἐς ἹπποκόωνταPaus.3.15.5, cf. Pall.V.Chrys.20.152, en v. pas.
τινὲς ὑπὸ τοῦ φθόνου καὶ τῶν ἀποριῶν ἐξηγρίωνταιIsoc.15.142.
2 c. ac. de abstr. embrutecer
ὅσον ὑπὸ παιδείας ἡμερώθη ποτέ, πάλιν ἐξαγριῶν τῆς ψυχῆς τὸ τοιοῦτονPl.Lg.935a, cf. D.S.34/35.2.30, Gnomol.Vat.365, en v. pas.
ψυχὴ ἐξηγριωμένη ὑπὸ πόθωνPl.Lg.870a.
3 c. ac. de anim. poner en estado salvaje
τοῦτον (τὸν ταῦρον)Apollod.3.1.4,
τὰ πρόβαταEus.DE 10.8 (p.487).
4 c. ac. ref. al terreno hacer o dejar que se vuelva agreste o salvaje
χώρανop.
ἐξημεροῦν‘hacer cultivable’, D.S.20.69, en v. pas.
τόποςAeschin.1.98,
op. ἥμερος y πρᾶοςIsoc.9.67.
5 c. ac. del mar embravecer, poner bravío
ὥστε τὴν ὑποστροφὴν τοῦ κύματος ... ἐξαγριοῦν τὴν θάλασσανI.BI 1.409.
II intr. gener. en v. med.-pas.
1 comportarse salvajemente o de forma agresiva gener. de pers.
ἐξηγριώθη τε καὶ ἔργον ἔδρασε ἀνόσιονD.H.8.57, cf. Plu.2.487f,
πρὸς ... τὴν ἀλλοτρίαν ... ὄψινBasil.M.31.365C, cf. Eus.LC 13 (p.239), Them.Or.16.209c, tb. en v. act.
ἐξηγρίωσεν ἀκράτῳ τῇ ὀργῇ ... εἰς πάντας χρώμενοςI.AI 17.148, cf. 19.126,
κατ' αὐτῶνI.AI 17.164, cf. Ach.Tat.7.14.4
•de anim.
τὰ τέως ἐξηγριωμένα (ζῶα)los (animales) hasta entonces salvajes Ph.2.144,
μετὰ τὴν δοκοῦσαν ἡμερότητα ἐξηγριώθησαν ἐλέφαντες κατὰ τῶν ἀνθρώπωνOrigenes Cels.4.98, cf. Ael.NA 7.43, Eus.M.24.16B
•fig.
τὰ ἐξηγριωμένα πάθηlas pasiones salvajes Ph.2.495.
2 de grupos de pers. embrutecerse, volverse agreste o salvaje
τὴν ἔνθεον μανίαν μανέντες ἐξηγριώθησανPh.1.584,
νῆσος, ἐξηγριωμένη ὑπὸ κακῶνPlu.Tim.35,
τινὰ δὲ τῶν ἐθνῶν ἐξηγρίωταιPorph.Abst.4.21.
3 bot. asilvestrarse, hacerse silvestre
τὸ ἐξαγριούμενον (δένδρον) τοῖς τε καρποῖς χεῖρον γίνεταιThphr.HP 3.2.3, cf. CP 1.9.1 (cj.),
τροφὴ ἐξηγριωμένηLib.Or.59.30.