ἐξαγριαίνω
1 tr. enfurecer, irritar, exasperar c. ac. de pers. o anim.
λέονταPh.1.670,
ἄνδραςPlu.Demetr.28, cf. Paus.4.21.12, Basil.Ep.73.3,
τὸ μειράκιον ... πρὸς αὐτόνPlu.Dio 7,
μέλαινά τε χολὴ αὐτὸν ... ἐπὶ πᾶσιν ἐξαγριαίνουσαI.AI 17.173
•abs.
λόγοις τε καὶ ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνεινPl.Ly.206b, cf. Ach.Tat.7.9.12, fig.
(οἱ δὲ ἄνεμοι) ἐξαγριαίνουσινhabla la mar, Aesop.178
•esp. c. ac. de abstr. exacerbar
ἵνα μὴ ἐξαγριαίνωσιν αὐτῶν τὰ νοσήματαD.C.55.17.1, cf. Cyr.Al.Rom.p.246.25, en v. pas.
ἐπιθυμίαι καὶ ὀργαὶ καὶ φόβοι ... μὴ ἐξαγριαινόμενα τῷ συνεχεῖ ἐρεθισμῷBasil.Ep.2.2 (p.7).
2 intr., gener. en v. med.-pas. enfurecerse, exasperarse, volverse agresivo
ὑπὸ τοῦ λόγου ... ἐξαγριαίνεσθαιPl.R.336d,
κατ' ἀλλήλωνPall.V.Chrys.20.457, de anim.
οἱ ἐλέφαντες περὶ τὴν ὀχείανArist.HA 571b31,
(ὁ τράγος) ἐξηγριάνθη πρὸς αὐτοῦel macho cabrío arremetió furioso contra él LXX Da.8.7θ, tb. en v. act.
ὁ ... δῆμος ἐξαγριαίνων τὰ ... ὅμηρα διδόμενα περιεῖδενApp.Ill.23, cf. Origenes Cels.8.64
•del mar embravecerse Chrys.M.64.19.