ἐντορνεία, -ας, ἡ
• Grafía: graf. -ία Hero Bel.97.10 (bis)
1 náut. conjunto de cuadernas, armazón
ἡ δ' ἐ. τοῖς μὲν πλοίοις γίνεται συκαμίνου μελίαςThphr.HP 5.7.3,
προ[σέ]τ[αξεν] ... [πρὸς τὴ]ν ἐντορνείαν τῶν μακρῶν νηῶν κόψαι [ξ]ύλαSB 9215.11 (III a.C.).
2 mec. arandela, estornija que evita el roce entre dos piezas
καλεῖται δὲ ἡ καταλειφθεῖσα ἐ. τριβεύςHero ll.cc., cf. 5.