ἐντορεύω


incrustar, embutir, cincelar c. ac. y dat. o compl. prep. (κεδρίναις σανίσι) ... χρυσὸν αὐταῖς ἐνετόρευσεν incrustó oro en ellas (las maderas de cedro) I.AI 8.68, τῇ ἁψῖδι τοῦ σείστρου ... αἴλουρον Plu.2.376d, ἐντορεύσας τῷ χρυσῷ γῆν, οὐρανόν, θάλασσαν Plu.Vit.Hom.2.216, ἐρέβινθον ἐκέλευσε παρὰ τὰ γράμματα ... ἐντορεῦσαι Plu.Cic.1
en perf. pas. estar grabado Μουσῶν μεταξὺ καὶ Ἀπόλλωνος καὶ Ὀρφέως ἐντετορευμένων en una cítara, Luc.Ind.8, περὶ τὸν πυθμένα τοῦ φοίνικος ἐντετορευμένοι τοσοῦτοι (βάτραχοι) Plu.2.164a, cf. 399e.