ἐντορνεύω
1 mec. trabajar al torno en perf. pas.
ἐντετορνεύσθω σωλήνHero Aut.16.2.
2 cincelar, grabar
ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάςCyr.Al.M.70.1261A, cf. Dial.Trin.1.412d, en v. pas.
Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν δέκα λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατοPs.Caes.46.8,
λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλοςadoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada Cyr.Al.M.70.1373B.
3 fig. infligir
ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόνNil.M.79.1133B.