ἐνστέλλω
I
ἐν ὀπῷ φλοιὸν χλωρὸν τρίβων σὺν οἴνῳ ἐνστέλλεινHp.Vlc.12.
2 entregar, proporcionar en v. pas.
δώδεκα νομίσματα ... ἐνστελλό[μ]ενα τῇ αὐτῇ νύμφῃ ... ὑπὲρ τῶν ἕδνωνPMasp.6ue.32 (VI d.C.).
II en v. med.
1 vestirse con c. ac. de rel.
ἄνδρες ... ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοιHdt.1.80.
2 realizar un viaje
τοῦ Ἰωάννου περὶ τὴν Ἀσίαν [ἐν]στειλαμένου τὴν πορείανEpiph.Const.Haer.78.11.2.
3 despachar, enviar a alguien con una misión, var. de LXX 4Re.17.27 en Ath.Al.M.28.1565D.