ἐνστείνομαι
c. suj. de inanimados acumularse
ἐνεστείνοντο δὲ νεκροίQ.S.9.179
•c. suj. de pers. y dat. de lugar aglomerarse en
(Τρῶες) ἐνεστείνοντο δ' ἀγυιαῖςQ.S.12.471.
ἐνεστείνοντο δὲ νεκροίQ.S.9.179
(Τρῶες) ἐνεστείνοντο δ' ἀγυιαῖςQ.S.12.471.