< ἐνστέλλω
ἐνστενοχωρέομαι >
ἐνστενόομαι
quedar encerrado
o
confinado en
c. dat.
ψυχὴ ἐνστενουμένη αὐτοῦ τῇ ὀσφύϊ
Ps.Caes.139.26.