< ἐνστατικός
ἐνστείνομαι >
ἐνσταυρόω
crucificar en
en v. pas.
τὴν δύναμιν τὴν θείαν ... ἐνεσταυρῶσθαι τῇ ὕλῃ
Alex.Lyc.
Man
.4, cf. 24.