ἐνοφθαλμίζω
1 agr. injertar
ἐνοφθαλμίσαι δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρωνThphr.CP 5.5.4, en v. pas.
ἐ[λ]αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ςID 366b.20 (III a.C.),
πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεταιPlu.2.640a,
(τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνταιProcl.in Cra.39, cf. Porph.Gaur.10.1, Gp.11.18.10
•abs. hacer un injerto, Gp.10.77.1.
2 intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá saltar a la vista
ἐνοφθαλμισθήσεταί σοιPTeb.725.8 (II a.C.).