ἐνοφείλω
deber, adeudar
a) una suma de dinero asegurada sobre bienes inmuebles, en contratos de préstamo hipotecario o de venta con derecho de redención
τάλαντονD.42.28, en v. pas.
ἐνεπισκήψασθαι ἐν τῇ οὐσίᾳ τῇ ἐκείνου ἐνοφειλόμενον αὑτῷ τοῦτο τὸ ἀργύριονreclamar que se le debía ese dinero asegurado sobre su hacienda D.49.45, cf. 53.10, Ath.Agora 19.P5.18 (IV a.C.), IG 12(7).515.23 (Amorgos II a.C.),
ὅ]ρος χωρίου τιμῆς ἐνοφειλομένης ΦανοστράτῳIG 22.2762 (IV a.C.),
ὅρος ... κήπων πεπραμένων ἐπὶ λύσει Φιλίνῳ ... τιμῆς ἐνοφε[ι]λομένης τοῦ ἡμίσεος χωρίουSEG 33.175 (Ática IV a.C.), cf. IEphesos 4A.39 (III a.C.);
b) una suma de dinero debida como préstamo, sueldo, impuesto, etc.
ἐνωφείλησεν ... ἱκανὰ κεφάλ(αια) ἀκολούθ(ως) τῇ ἀλληλ(εγγύῃ)POxy.3089.24 (II d.C.),
οὐκέτι οὐδὲν ἐνοφείλομεν ... ἀλλὰ πάντα ὡς ἔδει ... ἀπεδώκαμενIUrb.Rom.246B.16 (IV d.C.), en v. pas.
ἐνοφείλεσθαι δὲ τὴν προῖκα τῆς ἀδελφῆςLys.19.32,
εἴ [τι] ... ἐνοφείλεται ὃ δ[εῖ τὸν οἰ]κονόμον πρᾶξαιPRev.Laws 18.17 (III a.C.), cf. PTeb.18.5 (II a.C.),
φάμενοι ἐνοφείλεσ[θ]αι αὐτοῖς ὀψώνιον μηνῶν ςPLond.2006.6 (III a.C.), cf. Robert, Collection Froehner 52.8 (Teangela IV a.C.).