ἐνουσιόω
1 dotar de sustancia
ὁ τῶν ὅλων δημιουργὸς ... ἐνουσιώσας ἑαυτῷ ψυχὴν νοερὰν μετὰ αἰσθητικοῦ σώματοςHippol.Fr. en Doct.Patr.44.8 (p.326).
2 en v. med. ser o hacerse consustancial c. dat.
τῷ λόγῳ τοῦ ὅλου φυτοῦ ... ἐνουσιωμένῳ ... τῇ φύσει τῆς γῆςDam.Pr.74 (p.119),
ὁ ἐν τῇ φύσει λόγος ἀΐδιος τοῦ χρόνου ὁ ἐνουσιωμένος τῇ φύσειSimp.in Ph.784.4,
ὁ τοῖς λογικοῖς γένεσιν ἐνουσιωμένος ὅρκοςHierocl.in CA 2.3.