ἐνορύσσω
1 cavar, excavar
τὸν λάκκονPan 69.13 (III d.C.), cf. PLond.483.43 (VII d.C.), en v. pas.
(παράδεισος) ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτοPhilostr.VA 2.27.
2 grabar, inscribir un texto sobre una piedra, en v. pas., Cyr.Al.M.68.733B.
τὸν λάκκονPan 69.13 (III d.C.), cf. PLond.483.43 (VII d.C.), en v. pas.
(παράδεισος) ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτοPhilostr.VA 2.27.